λαμψάνη

λαμψάνη
λαμψάνη
Grammatical information: f.
Meaning: `kind of cabbage', `Brassica arvensis'; Strömberg Pflanzennamen 24: because of the gleaming colour (Dsc., Gal.; pap. )
Other forms: Also λαψ-, λεψ-. Further λαψάνη τῶν ἀγρίων λαχάνων ἐσθιομένη H.; and λάψα γογγυλίς. Πεγαῖοι H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: The variants (note λεψ-) prove Pre-Greek origin; unclear to me Fur. 285 n. 65.

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λαμψάνη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαμψάνῃ — λαμψάνη fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαμψάνη — η (Α λαμψάνη) βλ. λαψάνα …   Dictionary of Greek

  • λαμψάνην — λαμψάνη fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαμψάνης — λαμψάνη fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαψάνα — και λαμψάνη και λαψάνη, η (AM λαψάνη και λαμψάνη) γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια σύνθετα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάμψις. Το φυτό έλαβε την ονομ. του προφανώς λόγω τού λαμπερού χρώματός του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”